- αβερνίκωτος
- η , ο нелакированный; неполированный; без блеска;
§ μούτρα αβερνίκωτα — наглая, нахальная рожа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μούτρα αβερνίκωτα — наглая, нахальная рожа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβερνίκωτος — η, ο [βερνικώνω] 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί με βερνίκι, αλουστράριστος, αγυάλιστος 2. (για πρόσωπα που δεν κρατούν τα προσχήματα) «μούτρα αβερνίκωτα», δηλ. αναιδή, ξετσίπωτα … Dictionary of Greek
αβερνίκωτος — η, ο αυτός που δε βερνικώθηκε, δε στιλβώθηκε: Είχε την κακή συνήθεια να αφήνει τα παπούτσια του αβερνίκωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)